- ομοχρονώ
- ὁμοχρονῶ, -έω (Α) [ομόχρονος]1. κρατώ το ίδιο χρονικό μέτρο, τον ίδιο μουσικό χρόνο με κάποιον άλλο («συνῳδὸν εἶναι τὴν κιθάραν καὶ ὁμοχρονεῑν τῇ γλώττῃ τὸ πλῆκτρον», Λουκιαν.)2. ζω κατά τον ίδιο χρόνο, είμαι σύγχρονος ή πράττω κάτι συγχρόνως με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.